κρυσταλλίνην

κρυσταλλίνην
κρυστάλλινος
icy
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρυστάλλινος — η, ο (AM κρυστάλλινος, ίνη, ον) αυτός που αποτελείται ή είναι φτιαγμένος από κρύσταλλο (α. «κρυστάλλινο ποτήρι» β. «κύλικα κρυσταλλίνην», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. φρ. «κρυστάλλινος φακός» κρυσταλλοειδής φακός νεοελλ. μσν. 1. αυτός που μοιάζει με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”